ωχρομματος

ωχρομματος
    ὠχρόμματος
    ὠχρ-όμμᾰτος
    2
    с бледными (бесцветными) глазами Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ωχρομματος" в других словарях:

  • ωχρόμματος — ον, Α αυτός που έχει ωχρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. βλοσυρ όμματος] …   Dictionary of Greek

  • ὠχρόμματοι — ὠχρόμματος pale eyed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκόμματος — άτα, ο (Α γλαυκόμματος, ον) αυτός που έχει γλαυκά μάτια («η γλαυκομάτα μεγάλη θεά» η Αθηνά, Γ. Ψυχάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + όμματος < όμμα «μάτι» (πρβλ. μελανόμματος, ωχρόμματος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»